- ἠριγενής
- ἠρῐ-γενής, ές,= ἠριγένεια, epith. of Ἠώς, A.R.3.1224: abs.,= Ἠώς, Id.2.450;A a day, Orph.Fr.275.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηριγενής — ἠριγενής, ές (Α) 1. φρ. «ἠριγενὴς Ἠώς» η Ηριγένεια 2. η ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
ἠριγενής — a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek